βουλευτικός

βουλευτικός
-ή, -ό (Α βουλευτικός, -ή, -όν) [βουλευτής]
όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν
το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου
αρχ.
1. ο ικανός να συμβουλεύσει, να μελετήσει προσεκτικά
2. το ουδ. ως ουσ. βουλευτικόν, το
α) η ικανότητα να σκέπτεται σωστά κάποιος
β) τα καθίσματα των βουλευτών στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα
γ) το σώμα των βουλευτών ή των δικαστών
δ) ή τάξη των Ρωμαίων συγκλητικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουλευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους βουλευτές: Έχει γίνει πολλή συζήτηση για το βουλευτικό άσυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλευτικά — βουλευτικός of neut nom/voc/acc pl βουλευτικά̱ , βουλευτικός of fem nom/voc/acc dual βουλευτικά̱ , βουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικώτερον — βουλευτικός of adverbial comp βουλευτικός of masc acc comp sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικῶν — βουλευτικός of fem gen pl βουλευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικόν — βουλευτικός of masc acc sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικαῖς — βουλευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικαί — βουλευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικοῖς — βουλευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικοί — βουλευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”